ΑΜΕΝΧΟΤΕΠ – ΑΚΕΝΑΤΟΝ – ΑΜΕΝΟΦΙΣ Ο 4ος (1370-1353 π.Χ.)
“Ακενατόν ο επαναστάτης Φαραώ που μίλησε για τον Ένα και Μοναδικό Θεό γεννήτορα των πάντων, ορατών και αοράτων, 3.500 χρόνια πριν και φυσικά η μόνιμη Βαβυλώνα τον ονόμασε αιρετικό”
Η ΠΡΩΤΗ ΑΙΡΕΣΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Όταν στα 1370 έγινε η ανάρρηση του Αμενχοτέπ στο θρόνο, η θέση του Φαραώ βρισκόταν σχεδόν κάτω από την εξουσία, του θρασύτατου ιερατείου. Ο κάθε Φαραώ ήταν υποχρεωμένος να παρέχει κάθε τόσο, νέα κτήματα και νέες κωμοπόλεις στο ιερατείο, για να ικανοποιεί τις ατελείωτες απαιτήσεις τους.
Ακόμα και για να συγκροτήσει στρατό, ζητούσε χρήματα από το ιερατείο και υποχρεωνόταν να τα επιστρέψει σε δέκα χρόνια, το αργότερο, διπλά ή τριπλά, ανάλογα με τη συμφωνία. Εκτός από τους φόρους που εισέπραττε το ιερατείο, είχε και χιλιάδες αιχμαλώτους δούλους που τους χρησιμοποιούσε για την καλλιέργεια του 1/10 της γης. Κρατούσε δε και νοίκιαζε το μερίδιο αυτών που δεν μπορούσαν να δουλέψουν τα κτήματά τους, μόνοι.
Ύστερα βρήκαν και άλλη πηγή εσόδων με τις ιέρειες στους ναούς. Η κραιπάλη και η αναισχυντία είχαν ξεπεράσει κάθε όριο. Μάταια ο Αμένοφις ο 4ος, με τη μητέρα του και τους γέροντες στρατηγούς και άλλους σοφούς, συμβούλευαν περιστολή των δαπανών, στις ατελείωτες τελετουργίες και αποχή των ιερέων απ’ αυτού τους είδους τις επιδείξεις. Οι ιερείς όχι μόνο δεν συμμορφώθηκαν στις υποδείξεις του Φαραώ, αλλά αξίωσαν να τους παραδώσει πολλές συγγένισσες νεάνιδες, για τη λατρεία του Άμμωνα Δία.
Τα πράγματα έδειχναν καθαρά ότι η ρήξη δεν θ’ αργούσε ανάμεσα στο νεαρό Φαραώ και το ιερατείο το οποίο δυνάμωνε τις θέσεις του, απαιτώντας πολλά από το βασιλέα, πως δήθεν δάνεισε στον πατέρα του και έπρεπε να τους τα επιστρέψει διπλά. Το μίσος τους ενάντια στο νέο Φαραώ ήταν τόσο μεγάλο, ώστε έκαναν τα πάντα για να δυσφημιστεί και να παρουσιαστεί στα μάτια των υπηκόων του, δειλός, δόλιος, ψυχοπαθής.
Ο γάμος του Αμενχοτέπ και της Νεφέρ έγινε το 1370 και κατόπιν γεννήθηκε η πρώτη από τις πέντε κόρες, η ΝΑΑ, η αναμενόμενη, το όνομα του πρώτου παιδιού, δόθηκε πριν ακόμα γεννηθεί. Σε λίγο θα το συμπλήρωναν Ναατά, η αναμενόμενη του Ατόν, του Θεού, της παγκόσμιας ελπίδας και αγάπης.
Όμως το ιερατείο της Θήβας αποφάσισε να δράσει, ώστε να τον εξαναγκάσει να ενδώσει στις απαιτήσεις του. Επέβαλε το διπλασιασμό φόρων και μοίρασμα γης. Μετά από την αποτυχία του, καθαίρεσε τον Φαραώ και ανακήρυξε θεοκρατικό κράτος στην Αίγυπτο. Τότε οι δυστυχείς Αιγύπτιοι είχαν δοκιμάσει τη μεγαλύτερη αθλιότητα.
Ας έλθουμε όμως και πάλι, στις πρώτες μέρες της βασιλείας Αμενχοτέπ, με το υπέροχο σύνθημα, ειρήνη, δικαιοσύνη, αγάπη. Δίπλα του πάντοτε βρισκόταν η ευγενέστατη και ωραιότατη Νεφέρ, μαζί με τη μητέρα του Τήι, που τόσο τις αγαπούσε. Τη χαρά τους τη συμπλήρωνε, η Νάα, η μικρή κουκλίτσα τους. Μια μέρα ήταν γιορτή μεγάλη και η βασιλική οικογένεια έπρεπε να βρεθεί στο ναό.
Ο νεαρός βασιλιάς δεν θα ελάμβανε μέρος σε εκείνη τη θρησκευτική εκδήλωση, αλλά θα παρευρισκόταν σχεδόν όλα τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, με επί κεφαλής την μητέρα του Τήι, τη Νεφέρ με την κορούλα τους Νάα. Κατά την διάρκεια της περιφοράς της λάρνακας του Όσιρι, σύσσωμος ο λαός από όλη την Αίγυπτο, χειροκροτούσε και κραύγαζε. Ιδιαίτερα, για τη Νεφέρ και τη Νάα.
Οι ιερείς χολώθηκαν από την δημοτικότητα του νέου Φαραώ, που αν και απών εισέπραττε ζητωκραυγές και χειροκροτήματα. Η Νεφέρ χαιρετούσε εξ ονόματός του τα πλήθη, από το χρυσοποίκιλτο φορείο, έχοντας στην αγκαλιά, την κορούλα της, τη Νάα. Ύστερα από την περιφορά στην πόλη, η πομπή ξαναήλθε στο Ναό, όπου ο αρχιερέας έψαλλε δεήσεις, για την ευκαρπία της γης και για την υγεία όλων. Ο δε κόσμος ζητωκραύγαζε, για τον Φαραώ κυρίως.
Τη λαϊκή στροφή υπέρ του Φαραώ, οι ιερείς δεν την νόησαν, ή έκαναν πως δεν τη νόησαν. Γι’ αυτό, όταν είδαν μπροστά τους, τα ασταμάτητα χειροκροτήματα του λαού στην εμφάνιση του Φαραωνικού χρυσού φορείου με τη Νεφέρ, εκδηλώθηκαν ζητωκραυγές και συνθήματα για τον Αμενχοτέπ, όπως. “Μαζί σου αθάνατε Φαραώ, θα είμαστε για πάντα στη χαρά και στην πίκρα. Θεός να μη δώσει πίκρα σε σένα ευλογημένε και στην καλή μας Νεφέρ. Να μας ζήσει”.
Όταν η βασιλική πομπή έφτασε στο Ναό, ο αρχιερέας παρακάλεσε να ανέβη στο μεγάλο εξώστη, πολύ ψηλά στο κτίριο, ώστε να τη θαυμάσει και να τη χειροκροτήσει ο λαός. Η οικογένεια και οι συνοδοί ανέβηκαν και βγήκαν στον εξώστη, στον 3ο όροφο και δέχτηκαν τον αλαλαγμό του πλήθους. Αποσύρθηκαν μετά στην αίθουσα του θρόνου, του Αρχιερέα και έμαθαν κατάπληκτοι από τον ίδιο, ότι ήταν αιχμάλωτοί του, ώσπου να ενδώσει ο βασιλιάς στα αιτήματα του ιερατείου.
Συνεχίζεται…